υποκείμενος
Προφορά
Ετυμολογία
υποκείμενος μτχ. του ρήματος υπόκειμαι
Ερμηνεία
υποκείμενος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) αυτός που υπόκειται σε κάποιον ή κάτι: υποκείμενα στρώματα του εδάφους – υποκείμενος στον νόμο – ουσίες υποκείμενες σε αλλοιώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–