υποκατάστατο


υποκατάστατο
Προφορά

Ετυμολογία
υποκατάστατο └ουδ┘ του επιθέτου υποκατάστατος• απόδοση του └γερμ┘ Ersatz

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το υποκατάστατο

✦ προϊόν διατροφής ή ουσία που παρασκευάζεται, για να μπορεί να αντικαταστήσει ένα άλλο: η μαργαρίνη είναι υποκατάστατο του βουτύρου
✦ πρόσωπο που μπορεί να πάρει τη θέση ενός άλλου: στον θείο της βρήκε ένα υποκατάστατο του πατέρα
✦ καθετί που παρέχεται ή προσφέρεται στη θέση ή τη λειτουργία άλλου: η τηλεόραση προσφέρει ένα υποκατάστατο ψυχαγωγίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.