υποδουλώνω


υποδουλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
υποδουλώνω μεσαιωνική ελληνική ὑποδουλόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα υποδουλώνω

✦ στερώ από κάποιον την ελευθερία του, σκλαβώνω
(μτφ. ) καθιστώ κάποιον υποχείριό μου, επηρεάζω σε υπερβολικό βαθμό την κρίση και τις ενέργειές του: υποδουλώθηκε στην ομορφιά της – στο ποτό

Συνώνυμα

Αντίθετα
απελευθερώνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.