υποδιαστολή
Προφορά
Ετυμολογία
υποδιαστολή μεταγενέστερη ελληνική ὑποδιαστολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υποδιαστολή
✦ διακριτικό σημείο, κόμμα που χωρίζει τις συλλαβές λέξεως για να την ξεχωρίσει από άλλη ομώνυμη (π.χ. ό,τι σε διάκριση από το ότι)
✦ κόμμα στους δεκαδικούς αριθμούς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–