υπογραφή
Προφορά
Ετυμολογία
υπογραφή αρχαία ελληνική ὑπογραφή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπογραφή
✦ η γραφή ονοματεπωνύμου κάτω από κείμενο, δηλωτική της αποδοχής του περιεχομένου ή της ταυτότητας αυτού που το έγραψε: η επιστολή φέρει την υπογραφή του
✦ φρ. δίνω ή βάζω την υπογραφή μου, εγγυώμαι – μαζεύει υπογραφές, για ετοιμοθάνατο
✦ επίσημη επικύρωση συμφωνίας, συνομολόγηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–