υπογράφω


υπογράφω
Προφορά

Ετυμολογία
υπογράφω αρχαία ελληνική ὑπογράφω

Ερμηνεία
ρήμα υπογράφω

✦ βάζω υπογραφή
✦ επικυρώνω κάτι με την υπογραφή μου, συνομολογώ
(μτφ. ) εγκρίνω
✦ φρ. υπογράφω εν λευκώ, κ. υπογράφω και με τα δυο μου χέρια, συμφωνώ ανεπιφύλακτα – υπογράφω τη θανατική καταδίκη μου, βλάπτω ανεπανόρθωτα τον εαυτό μου με απερίσκεπτες ενέργειες
✦ (μέσ.) υπογράφομαι, βάζω την υπογραφή μου κάτω από γραπτό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.