υποβολέας


υποβολέας
Προφορά

Ετυμολογία
υποβολέας μεταγενέστερη ελληνική ὑποβολεύς (= που θυμίζει κάτι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υποβολέας

✦ υπάλληλος του θεάτρου που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το ρόλο τους κατά την παράσταση
(μτφ. ) αυτός που υποκινεί κάποιον να κάνει κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.