υποβλέπω


υποβλέπω
Προφορά

Ετυμολογία
υποβλέπω αρχαία ελληνική ὑποβλέπω

Ερμηνεία
ρήμα υποβλέπω

(μτφ. ) βλέπω με δυσπιστία ή φθόνο κάποιον: τον υποβλέπουν οι συνάδελφοί του
✦ εποφθαλμιώ: υποβλέπει τη θέση μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.