υποβιβάζω
Προφορά
Ετυμολογία
υποβιβάζω αρχαία ελληνική ὑπο-βιβάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υποβιβάζω
✦ χαμηλώνω, κατεβάζω
✦ (συνήθ. μτφ.) μειώνω κάτι ή κάποιον, κατατάσσω σε κατώτερη μοίρα
✦ ταπεινώνω
Συνώνυμα
καταβιβάζω
Αντίθετα
αναβιβάζω, ανυψώνω
Επιρρήματα
–