υποβάλλω
Προφορά
Ετυμολογία
υποβάλλω αρχαία ελληνική ὑπο-βάλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υποβάλλω
✦ θέτω κάτω από
✦ θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση, προτείνω
✦ εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι, καθυποβάλλω
✦ (μτφ. ) πείθω έντεχνα
✦ εκτελώ το έργο θεατρικού υποβολέα
✦ (μέσ.) υποβάλλομαι, παθαίνω αυθυποβολή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–