υπνωτίστρια


υπνωτίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
υπνωτίστρια υπνωτίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υπνωτίστρια

✦ θηλ. υπνωτίστρια πρόσωπο ικανό να υπνωτίζει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.