υπηρετώ
Προφορά
Ετυμολογία
υπηρετώ αρχαία ελληνική ὑπηρετῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπηρετώ -είς, -εί
✦ εργάζομαι ως υπηρέτης
✦ εκτελώ δημόσια ή στρατιωτική υπηρεσία
✦ προσφέρω εξυπηρέτηση
✦ (μτφ. ) εργάζομαι με ζήλο και αφοσίωση για κάτι: υπηρετεί την τέχνη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–