υπηρεσιακός


υπηρεσιακός
Προφορά

Ετυμολογία
υπηρεσιακός υπηρεσία

Ερμηνεία
επίθετο┘ υπηρεσιακός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την υπηρεσία: υπηρεσιακό καθήκον – υπηρεσιακές ανάγκες
✦ (για πρόσ.) ο προσηλωμένος στη σωστή εκτέλεση της υπηρεσίας του
✦ υπηρεσιακή κυβέρνηση, προσωρινή κυβέρνηση που συγκροτείται συν. από εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα, και αναλαμβάνει τη διενέργεια εκλογών
✦ υπηρεσιακός πρωθυπουργός, ο πρωθυπουργός υπηρεσιακής κυβερνήσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
υπηρεσιακά (Κ υπηρεσιακώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.