υπηρεσία
Προφορά
Ετυμολογία
υπηρεσία αρχαία ελληνική ὑπηρεσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπηρεσία
✦ ιεραρχικά οργανωμένος κλάδος του κράτους, του στρατού, επιχείρησης, οργανισμού κτλ.: δημόσια – διοικητική υπηρεσία – οικονομικές υπηρεσίες του κράτους
✦ το σύνολο των λειτουργιών, των μέσων κτλ. ενός τέτοιου κλάδου: μηχανογραφική υπηρεσία του υπουργείου
✦ η ενεργός κατάσταση δημοσίου ή ιδιωτικού υπαλλήλου και ο χρόνος της διάρκειάς της: βρίσκεται σ’ αυτή την υπηρεσία πάνω από είκοσι χρόνια
✦ ανάθεση εργασίας σε δημόσιο ή ιδιωτικό υπάλληλο: ανέλαβε υπηρεσία στα κεντρικά γραφεία
✦ φρ. είμαι υπηρεσία ή της υπηρεσίας, έχω σειρά να εκτελέσω καθήκον – άρνηση υπηρεσίας, το να αρνείται υπάλληλος να εκτελέσει τα καθήκοντά του – αναλαμβάνω υπηρεσία, αρχίζω εργασία
✦ εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά: πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην επιχείρηση
✦ το υπηρετικό προσωπικό σπιτιού ή και ένας μόνο υπηρέτης ή υπηρέτρια
✦ (οικον.) το σύνολο των αγαθών που προσφέρει το κράτος ή ιδιωτικός φορέας για την κάλυψη αναγκών του κοινού, όπως η υγεία, οι συγκοινωνίες, η εκπαίδευση κτλ.
✦ (οικον.) τμήμα της οικονομίας που περιλαμβάνει επιχειρήσεις που δεν έχουν σχέση με την παραγωγή αγαθών, αλλά την παροχή αγαθών που καλύπτουν ανάγκες του καταναλωτή, όπως οι τράπεζες, ο τουρισμός κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–