υπηρέτης


υπηρέτης
Προφορά

Ετυμολογία
υπηρέτης αρχαία ελληνική ὑπηρέτης (= βοηθός κωπηλάτη)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υπηρέτης

✦ θηλ. υπηρέτρια πρόσωπο που προσφέρει εργασία, κυρίως χειρωνακτική, σε σπίτι, κατάστημα κτλ.
(μτφ. ) αυτός που με ζήλο και αφοσίωση εργάζεται, προσπαθεί για κάτι: υπηρέτης της τέχνης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.