υπερόπτης


υπερόπτης
Προφορά

Ετυμολογία
υπερόπτης αρχαία ελληνική ὑπερόπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υπερόπτης

✦ θηλ. υπερόπτισσα (Κ υπερόπτις, -ιδος) αλαζόνας, αγέρωχος, οιηματίας

Συνώνυμα

Αντίθετα
σεμνός, ταπεινός, μετριόφρων
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.