υπερψήφιση


υπερψήφιση
Προφορά

Ετυμολογία
υπερψήφιση υπερψηφίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπερψήφιση

✦ έγκριση, αποδοχή εκφραζόμενη με την παροχή θετικής ψήφου

Συνώνυμα

Αντίθετα
καταψήφιση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.