υπερπλασία


υπερπλασία
Προφορά

Ετυμολογία
υπερπλασία υπέρ + πλάσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπερπλασία

(ιατρ.) αύξηση του όγκου ιστού ή οργάνου, εξαιτίας του πολλαπλασιασμού των κυττάρων του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.