υπερκόσμιος
Προφορά
Ετυμολογία
υπερκόσμιος μεταγενέστερη ελληνική ὑπερκόσμιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υπερκόσμιος -ια, -ιο
✦ που βρίσκεται πέρα από τον αισθητό κόσμο, ουράνιος, θείος
✦ (φιλοσ.) που ξεπερνά τα όρια της εμπειρικής γνώσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–