υπερκορεσμός
Προφορά
Ετυμολογία
υπερκορεσμός αρχαία ελληνική ὑπερκορέννυμι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο υπερκορεσμός
✦ υπερβολικός κορεσμός, υπερπλήρωση
✦ (οικον.) προσφορά αγαθών και υπηρεσιών κατά πολύ μεγαλύτερη από τη ζήτηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–