υπερκατανάλωση
Προφορά
Ετυμολογία
υπερκατανάλωση υπέρ + κατανάλωση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπερκατανάλωση
✦ η παραπάνω από τα επιτρεπτά ή αναγκαία όρια κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών: μέχρι την ανεξέλεγκτη υπερκατανάλωση των υπηρεσιών υγείας (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–