υπεριώδης
Προφορά
Ετυμολογία
υπεριώδης μετά└φρ┘του └γαλλ┘ όρου ultra-violet
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υπεριώδης -ης, -ες
✦ ο πέρα από το ιώδες χρώμα του φωτεινού φάσματος
✦ η λ. για να χαρακτηρίσει ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία με μήκη κύματος μικρότερα απ’ αυτό των ορατών φωτεινών ακτινοβολιών και μεγαλύτερα από των ακτίνων Χ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–