υπερεξουσία
Προφορά
Ετυμολογία
υπερεξουσία υπέρ + εξουσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπερεξουσία
✦ υπερβολική ή ασυνήθης έκταση δικαιωμάτων προσώπου που ασκεί εξουσία: χάρη στις συνταγματικές υπερεξουσίες που έχει δώσει στον Ανώτατο Άρχοντα (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–