υπερίδρωση


υπερίδρωση
Προφορά

Ετυμολογία
υπερίδρωση υπέρ + ιδρόω-ώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπερίδρωση

(ιατρ.) η υπερβολική έκκριση ιδρώτα οφειλόμενη σε δυσλειτουργία των ιδρωτοποιών αδένων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.