υπαρχή


υπαρχή
Προφορά

Ετυμολογία
υπαρχή αρχαία ελληνική ὑπαρχή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπαρχή

✦ αρχή· εύχρ. στη φρ. εξ υπαρχής, από την αρχή, εξαρχής· ξανά, εκ νέου, πάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.