υπέρτατος
Προφορά
Ετυμολογία
υπέρτατος αρχαία ελληνική ὑπέρτατος, υπερθ. της προθ. ὑπέρ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υπέρτατος -η, -ο
✦ ο ευρισκόμενος πάνω από όλους ή όλα, ανώτατος, ύψιστος: η πίστη του χριστιανισμού έχει γι’ αυτό μιαν υπέρτατη ποιότητα (Κ. Τσάτσος)
Συνώνυμα
κορυφαίος, ύπατος
Αντίθετα
κατώτατος
Επιρρήματα
–