υπάρχω
Προφορά
Ετυμολογία
υπάρχω αρχαία ελληνική ὑπάρχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπάρχω
✦ έχω υπόσταση, αποτελώ οντότητα, υφίσταμαι: υπάρχει Θεός, δεν υπάρχουν φαντάσματα
✦ ζω, είμαι
✦ διατελώ: υπήρξε υπουργός
✦ ευρίσκομαι, απαντώ: αυτά τα φυτά υπάρχουν μόνο στην Αυστραλία
✦ (μτφ. ) παρουσιάζω ενδιαφέρον, έχω αξία: δεν υπάρχει τίποτε να δεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–