υμνολογώ
Προφορά
Ετυμολογία
υμνολογώ μεταγενέστερη ελληνική ὑμνολογῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υμνολογώ -είς, -εί
✦ ψάλλω ύμνους, εξυμνώ: λαοί μου, υμνολογήστε της γιορτής μου τη χαρά και την ορμή (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) εγκωμιάζω, επαινώ κάποιον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–