υμενόπτερα


υμενόπτερα
Προφορά

Ετυμολογία
υμενόπτερα πληθ. └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική επιθ. ὑμενόπτερος

Ερμηνεία
υμενόπτερα

✦ ουσ. τάξη εντόμων που έχουν δύο ζεύγη μεμβρανοειδών φτερών (μέλισσες, σφήκες, κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.