υλίστρια
Προφορά
Ετυμολογία
υλίστρια υλισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο υλίστρια
✦ θηλ. υλίστρια (φιλοσ.) οπαδός του υλισμού
✦ αυτός που φροντίζει μόνο για τα υλικά συμφέροντα
✦ που ενδιαφέρεται μόνο για τις υλικές απολαύσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–