υδρωπικία


υδρωπικία
Προφορά

Ετυμολογία
υδρωπικία αρχαία ελληνική ὕδρωψ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υδρωπικία

(ιατρ.) συγκέντρωση υγρού στην κοιλότητα ορογόνων υμένων ή ανάμεσα στον συνδετικό ιστό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.