υδρολήπτης


υδρολήπτης
Προφορά

Ετυμολογία
υδρολήπτης ύδωρ + λαμβάνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υδρολήπτης

✦ ο υδρευόμενος, που παίρνει νερό από πηγή ή υδραγωγείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.