υδροκεφαλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
υδροκεφαλισμός υδροκέφαλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο υδροκεφαλισμός
✦ (μτφ. ) ο συγκεντρωτισμός στη διοίκηση του κράτους
✦ (μτφ. ) συγκέντρωση των διοικητικών υπηρεσιών στην πρωτεύουσα κράτους: η χώρα μας με τον εφιαλτικό υδροκεφαλισμό της πρωτεύουσας (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–