υδροκεφαλισμός


υδροκεφαλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
υδροκεφαλισμός υδροκέφαλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο υδροκεφαλισμός

(μτφ. ) ο συγκεντρωτισμός στη διοίκηση του κράτους
(μτφ. ) συγκέντρωση των διοικητικών υπηρεσιών στην πρωτεύουσα κράτους: η χώρα μας με τον εφιαλτικό υδροκεφαλισμό της πρωτεύουσας (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.