υδροκεφαλία
Προφορά
Ετυμολογία
υδροκεφαλία └γαλλ┘ hydrocéphalie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υδροκεφαλία
✦ (ιατρ.) συγκέντρωση ορώδους υγρού στο κεφάλι που προκαλεί παραμόρφωση του κρανίου και παρεμποδίζει τη διανοητική ανάπτυξη
✦ (μτφ. ) ανάπτυξη του κέντρου ενός τομέα δραστηριότητας δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τα υπόλοιπα μέρη του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–