υδροκέφαλος


υδροκέφαλος
Προφορά

Ετυμολογία
υδροκέφαλος μεταγενέστερη ελληνική └ουσ┘ τό ὑδροκέφαλον

Ερμηνεία
επίθετο┘ υδροκέφαλος -η, -ο

✦ άρρωστος από υδροκεφαλία
(μτφ. ) που έχει το κεντρικό μέρος του δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τα υπόλοιπα μέρη: υδροκέφαλη διοίκηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.