υγρό


υγρό
Προφορά

Ετυμολογία
υγρό αρχαία ελληνική ὑγρόν, └ουδ┘ του επιθέτου ὑγρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το υγρό

✦ (φυσ.) κάθε σώμα που δεν είναι ούτε στερεό ούτε αέριο, που μπορεί να ρέει, να μεταβάλλει σχήμα, αλλά όχι και όγκο
✦ κάθε ζωικό ρευστό του οργανισμού
✦ έκκριμα
✦ (για τροφή) η μη στερεά: όταν έχεις πυρετό, πρέπει να παίρνεις πολλά υγρά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.