υαλικός


υαλικός
Προφορά

Ετυμολογία
υαλικός μεταγενέστερη ελληνική ὑαλικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ υαλικός -ή, -ό

✦ ο κατασκευασμένος από γυαλί
✦ πληθ. ουδ. τα υαλικά ως ουσ., οικιακά σκεύη από γυαλί, γυαλικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.