τόφος


τόφος
Προφορά

Ετυμολογία
τόφος αρχαία ελληνική τόφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τόφος

✦ σύγκριμα από ασβεστούχα άλατα που σχηματίζεται στις αρθρώσεις των πασχόντων από ουρική αρθρίτιδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.