τόμος


τόμος
Προφορά

Ετυμολογία
τόμος αρχαία ελληνική τόμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τόμος

✦ βιβλίο που αποτελεί μέρος μεγάλου συγγράμματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.