τόκα


τόκα
Προφορά

Ετυμολογία
τόκα └ιταλ┘ρ. toccare (= αγγίζω)

Ερμηνεία
επίρρημα τόκα

✦ φρ. κάνω τόκα, σφίγγω το χέρι μου με το χέρι άλλου ή τσουγκρίζω το ποτήρι του
✦ (ως επιφ.) τόκα το, δωσ’ το, ή βάλ’ το

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.