τόκα Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply τόκαΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/τόκα.mp3Ετυμολογίατόκα └ιταλ┘ρ. toccare (= αγγίζω) Ερμηνεία└επίρρημα┘ τόκα ✦ φρ. κάνω τόκα, σφίγγω το χέρι μου με το χέρι άλλου ή τσουγκρίζω το ποτήρι του ✦ (ως επιφ.) τόκα το, δωσ’ το, ή βάλ’ το Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–