τυροκομώ


τυροκομώ
Προφορά

Ετυμολογία
τυροκομώ μεταγενέστερη ελληνική τυροκομῶ

Ερμηνεία
ρήμα τυροκομώ -είς, -εί

✦ παρασκευάζω τυρί: ποιος θα τ’ αρμέξει; Ποιος θα τυροκομήσει το γάλα τους; (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.