τυραννοκτόνος
Προφορά
Ετυμολογία
τυραννοκτόνος μεταγενέστερη ελληνική τυραννοκτόνος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η τυραννοκτόνος
✦ φονιάς τυράννου ή τυράννων
✦ (κ. ως επίθ.) ο φονικός για τους τυράννους: και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας (Αλ. Σούτσος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–