τυμβωρύχος


τυμβωρύχος
Προφορά

Ετυμολογία
τυμβωρύχος αρχαία ελληνική τυμβωρύχος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τυμβωρύχος

✦ αυτός που ανοίγει τάφους για να τους λεηλατήσει, ο συλητής τάφων: είναι κρυμμένο στο πιο απρόσιτο… μέρος του τάφου για να μην ανακαλυφθεί από τους τυμβωρύχους (Χατζηκυριάκος – Γκίκας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.