τυλώνω


τυλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
τυλώνω αρχαία ελληνική τυλῶ

Ερμηνεία
ρήμα τυλώνω

✦ παραγεμίζω, υπερπληρώνω ιδ. την κοιλιά μου: φρ. την τύλωσε, έφαγε κατά κόρον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.