τυλιγάδι


τυλιγάδι
Προφορά

Ετυμολογία
τυλιγάδι μεσαιωνική ελληνική τυλιγάδι(ο)ν (= ρολό)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τυλιγάδι

✦ ξύλινο διχαλωτό ραβδί για το τύλιγμα του νήματος σε κουβάρια ή θηλιές
✦ πάπυρος τυλιγμένος σε κύλινδρο: κρατάν και σφίγγουν τυλιγάδια και βιβλία (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.