τσόχα
Προφορά
Ετυμολογία
τσόχα όψιμο μεσαιωνική ελληνική τσόχα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η τσόχα
✦ χοντρό μάλλινο ύφασμα
✦ το κάλυμμα των τραπεζιών των τυχερών παιχνιδιών απ’ αυτό το ύφασμα
✦ η χαρτοπαιξία: φρ. τον έφαγε η τσόχα, έχασε την περιουσία του στα χαρτιά
✦ (μτφ. ) πονηρός, κατεργάρης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–