τσούπρα


τσούπρα
Προφορά

Ετυμολογία
τσούπρα αλβ. t^suprë

Ερμηνεία
τσούπρα

✦ κορίτσι: οι γονιοί του έψελναν δεήσεις… για να μην παντρευτεί, τότε που έκανε τον κόκορα ανάμεσα στις εδώ τσούπρες (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.