τσούζω


τσούζω
Προφορά

Ετυμολογία
τσούζω μεσαιωνική ελληνική τσούζω

Ερμηνεία
ρήμα τσούζω

✦ προκαλώ καυστικό πόνο
(μτφ. ) πληγώνω ηθικά
✦ (αμτβ. κυριολ. κ. μτφ.) είμαι δριμύς, τσουχτερός
✦ φρ. το τσούζω, πίνω, μεθώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.