τσουτσέκι


τσουτσέκι
Προφορά

Ετυμολογία
τσουτσέκι └τουρκ┘cicek (= λουλούδι• κ.μτφ.)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσουτσέκι

✦ θρασύς, πονηρός, αυθάδης άνθρωπος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.