τσουκνίδα


τσουκνίδα
Προφορά

Ετυμολογία
τσουκνίδα κατά Ανδριώτη, μεσαιωνική ελληνική τσουκνίδα κυκνίδα > τσυκνίδα > τσουκνίδα• κατά Μ. Φιλήντα, από συμφυρμό των τσούχτρα + κνίδη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσουκνίδα

✦ είδος αγριόχορτου του οποίου ο κορμός και τα φύλλα φέρουν τριχούλες που περιέχουν μυρμηκικό οξύ, και προκαλούν ερεθισμό και κνησμό στο δέρμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.